θεραπευτήρ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source
m (Text replacement - "˙" to "·")
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''θερᾰπευτήρ:''' ῆρος ὁ Xen., Plut. = [[θεραπευτής]].
|elrutext='''θερᾰπευτήρ:''' ῆρος ὁ Xen., Plut. = [[θεραπευτής]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θερᾰπευτήρ, ῆρος, = [[θεραπευτής]]<br />ὁ περὶ τὸ [[σῶμα]] θ. Xen.
}}
}}

Revision as of 23:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερᾰπευτήρ Medium diacritics: θεραπευτήρ Low diacritics: θεραπευτήρ Capitals: ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΡ
Transliteration A: therapeutḗr Transliteration B: therapeutēr Transliteration C: therapeftir Beta Code: qerapeuth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A attendant, Aristox.Fr. Hist.15, Plu.Lyc.11, Charito4.1; ὁ περὶ τὸ σῶμα θ. X.Cyr.7.5.65; τοῦ ἄντρου Max.Tyr.14.2 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1199] ῆρος, ὁ, = Folgdm, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

θερᾰπευτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Ἀρχύτ. παρ’ Ἀθην. 545F, Πλούτ. Λυκ. 11· ὁ περὶ τὸ σῶμα θ. Ξεν. Κύρ. 7. 5, 65.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
1 serviteur, particul. serviteur ou adorateur d’un dieu;
2 celui qui prend soin de qch (du corps, etc.) ; celui qui soigne (les malades), médecin.
Étymologie: θεραπεύω.

Greek Monolingual

θεραπευτήρ, ὁ (Α) θεραπεύω
θεραπευτής («τοὺς συνήθεις ὑπηρέτας καὶ θεραπευτῆρας», Πλούτ.).

Greek Monotonic

θερᾰπευτήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ., ὁ περὶ τὸ σῶμα θεραπευτήρ, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

θερᾰπευτήρ: ῆρος ὁ Xen., Plut. = θεραπευτής.

Middle Liddell

θερᾰπευτήρ, ῆρος, = θεραπευτής
ὁ περὶ τὸ σῶμα θ. Xen.