ἶψ: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(6_1) |
(1ab) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἶψ''': (οὐχὶ ἴψ), ὁ, γεν. ἰπὸς ῑ, ὀνομ. πληθ. ἶππες· ([[ἴπτομαι]])· - [[σκώληξ]] καταστρέφων κέρατα καὶ ξύλα, Ὀδ. Φ. 395· [[ὡσαύτως]], ὁ τρώγων τὰ βλαστήματα τῶν [[ἀμπέλων]], ὡς τὸ ἶξ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 10, 5, π. Φυτ. Αἰτ. 3. 22, 5, Στράβ. 613. | |lstext='''ἶψ''': (οὐχὶ ἴψ), ὁ, γεν. ἰπὸς ῑ, ὀνομ. πληθ. ἶππες· ([[ἴπτομαι]])· - [[σκώληξ]] καταστρέφων κέρατα καὶ ξύλα, Ὀδ. Φ. 395· [[ὡσαύτως]], ὁ τρώγων τὰ βλαστήματα τῶν [[ἀμπέλων]], ὡς τὸ ἶξ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 10, 5, π. Φυτ. Αἰτ. 3. 22, 5, Στράβ. 613. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἶψ:''' ἰπός (ῑ) ὁ червь-точильщик: ὁ [[τόξον]] ἐνώμα, μὴ [[κέρα]] ἶπες ἔδοιεν Hom. он (Одиссей) поворачивал лук, (чтобы убедиться), не источили ли черви его рогов. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἴπτομαι]]<br />a [[worm]] that eats [[horn]] and [[wood]], Od. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 23:35, 9 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
ἶψ: (οὐχὶ ἴψ), ὁ, γεν. ἰπὸς ῑ, ὀνομ. πληθ. ἶππες· (ἴπτομαι)· - σκώληξ καταστρέφων κέρατα καὶ ξύλα, Ὀδ. Φ. 395· ὡσαύτως, ὁ τρώγων τὰ βλαστήματα τῶν ἀμπέλων, ὡς τὸ ἶξ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 10, 5, π. Φυτ. Αἰτ. 3. 22, 5, Στράβ. 613.
Russian (Dvoretsky)
ἶψ: ἰπός (ῑ) ὁ червь-точильщик: ὁ τόξον ἐνώμα, μὴ κέρα ἶπες ἔδοιεν Hom. он (Одиссей) поворачивал лук, (чтобы убедиться), не источили ли черви его рогов.