καταθρώσκω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407
(6_5)
(1ab)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταθρώσκω''': ἀόρ β΄ κατέθορον:- καταπηδῶ, κάδ δ’ ἔθορ’ ἐς μέσσον Ἴλ. Δ. 79· μετ’ αἰτ., καταθ. τὴν αἱμασιήν, πηδῶ ἀπὸ τοῦ φράκτου [[κάτω]], Ἡρόδ. 6. 134, πρβλ. [[καταβαίνω]] Ι· καταθορόντες ἀπὸ τῶν ἵππων ὁ αὐτ. 3. 86· [[μετὰ]] γεν., Νόνν. Δ. 23. 220.
|lstext='''καταθρώσκω''': ἀόρ β΄ κατέθορον:- καταπηδῶ, κάδ δ’ ἔθορ’ ἐς μέσσον Ἴλ. Δ. 79· μετ’ αἰτ., καταθ. τὴν αἱμασιήν, πηδῶ ἀπὸ τοῦ φράκτου [[κάτω]], Ἡρόδ. 6. 134, πρβλ. [[καταβαίνω]] Ι· καταθορόντες ἀπὸ τῶν ἵππων ὁ αὐτ. 3. 86· [[μετὰ]] γεν., Νόνν. Δ. 23. 220.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταθρῴσκω]] (Α)<br />[[πηδώ]] [[κάτω]] («καταθορόντες ἀπὸ τῶν ἵππων).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θρώσκω]] «πηδῶ»].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[θοροῦμαι]] aor2. κατέθορον<br />to [[leap]] [[down]], Il.; c. acc., κ. τὴν αἱμασιήν to [[leap]] [[down]] the [[wall]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 23:50, 9 January 2019

German (Pape)

[Seite 1349] (s. θρώσκω), herabspringen, bei Hom. nur in tmesi, κὰδ δ' ἔθορ' ἐς μέσσον Il. 4, 79; καταθορόντες ἀπὸ τῶν ἵππων Her. 3, 86; – καταθρώσκω τὴν αἱμασιάν, darüber wegspringen, 6, 134; – τινός, auf Einen, Nonn. D 23, 220.

Greek (Liddell-Scott)

καταθρώσκω: ἀόρ β΄ κατέθορον:- καταπηδῶ, κάδ δ’ ἔθορ’ ἐς μέσσον Ἴλ. Δ. 79· μετ’ αἰτ., καταθ. τὴν αἱμασιήν, πηδῶ ἀπὸ τοῦ φράκτου κάτω, Ἡρόδ. 6. 134, πρβλ. καταβαίνω Ι· καταθορόντες ἀπὸ τῶν ἵππων ὁ αὐτ. 3. 86· μετὰ γεν., Νόνν. Δ. 23. 220.

Greek Monolingual

καταθρῴσκω (Α)
πηδώ κάτω («καταθορόντες ἀπὸ τῶν ἵππων).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + θρώσκω «πηδῶ»].

Middle Liddell

fut. -θοροῦμαι aor2. κατέθορον
to leap down, Il.; c. acc., κ. τὴν αἱμασιήν to leap down the wall, Hdt.