κακοτεχνής: Difference between revisions
From LSJ
(nl) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κακοτεχνής -ές [κακός, τέχνη] boosaardig. | |elnltext=κακοτεχνής -ές [κακός, τέχνη] boosaardig. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κᾰκοτεχνής, ές [v. [[κακότεχνος]] fin.] | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 10 January 2019
English (LSJ)
ές,
A = κακότεχνος, Luc. Cal.10 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 1304] ές, = κακότεχνος, im compar., ζηλοτυπίαι κακοτεχνέστεραι Luc. Calumn. 12.
Greek (Liddell-Scott)
κακοτεχνής: -ές, ἴδε κακότεχνος ἐν τέλει.
Greek Monolingual
-ές (Α κακοτεχνής, -ές)
κακότεχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -τεχνής (< τέχνη), πρβλ. πολυ-τεχνής].
Greek Monotonic
κᾰκοτεχνής: -ές, βλ. κακότεχνος.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοτεχνής: Luc. (только compar. κακοτεχνέστερος) = κακότεχνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοτεχνής -ές [κακός, τέχνη] boosaardig.
Middle Liddell
κᾰκοτεχνής, ές [v. κακότεχνος fin.]