προσεπιλαμβάνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507
(6)
 
(1b)
 
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσεπιλαμβάνομαι:''' μέλ. -[[λήψομαι]] — Μέσ., [[παίρνω]] [[μέρος]] μαζί με κάποιον [[άλλο]] σε κάποιο [[πράγμα]], [[βοηθώ]] [[επιπλέον]] κάποιον σε [[κάτι]], <i>προσεπιλαβέσθαι τινὶ τοῦ πολέμου</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''προσεπιλαμβάνομαι:''' μέλ. -[[λήψομαι]] — Μέσ., [[παίρνω]] [[μέρος]] μαζί με κάποιον [[άλλο]] σε κάποιο [[πράγμα]], [[βοηθώ]] [[επιπλέον]] κάποιον σε [[κάτι]], <i>προσεπιλαβέσθαι τινὶ τοῦ πολέμου</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[λήψομαι]]<br />Mid. to [[take]] [[part]] with [[another]] in a [[thing]], to [[help]] one in a [[thing]] [[besides]], προσεπιλαβέσθαι τινὶ τοῦ πολέμου Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 00:35, 10 January 2019

Greek Monotonic

προσεπιλαμβάνομαι: μέλ. -λήψομαι — Μέσ., παίρνω μέρος μαζί με κάποιον άλλο σε κάποιο πράγμα, βοηθώ επιπλέον κάποιον σε κάτι, προσεπιλαβέσθαι τινὶ τοῦ πολέμου, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

fut. -λήψομαι
Mid. to take part with another in a thing, to help one in a thing besides, προσεπιλαβέσθαι τινὶ τοῦ πολέμου Hdt.