ῥοφητός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥοφητός:''' -ή, -όν, αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να ρουφήξει, σε Στράβ.
|lsmtext='''ῥοφητός:''' -ή, -όν, αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να ρουφήξει, σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ῥοφητός]], ή, όν [from [[ῥοφέω]]<br />that can be or is supped up, Strab.
}}
}}

Revision as of 00:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοφητός Medium diacritics: ῥοφητός Low diacritics: ροφητός Capitals: ΡΟΦΗΤΟΣ
Transliteration A: rhophētós Transliteration B: rhophētos Transliteration C: rofitos Beta Code: r(ofhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A that can be or is supped up, Id.15.1.53, Dsc.5.107, Gal.6.706, Sor.2.11; cf. ῥοπτός.

German (Pape)

[Seite 849] geschlürft, zu schlürfen; ᾠά, weiche Eier, Ath. II, 58 a; Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοφητός: -ή, -όν, ὃν δύναται τις νὰ ῥοφήσῃ, Στράβ. 709, Διοσκ. 5. 124, Γαλην., πρβλ. ῥοπτός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on peut avaler.
Étymologie: ῥοφέω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ῥοφῶ
(για είδος τροφής) χυλώδης, πολτώδης.

Greek Monotonic

ῥοφητός: -ή, -όν, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ρουφήξει, σε Στράβ.

Middle Liddell

ῥοφητός, ή, όν [from ῥοφέω
that can be or is supped up, Strab.