συκόμορον: Difference between revisions

From LSJ

τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite

Source
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῡκόμορον:''' τό, [[καρπός]] του δέντρου [[συκόμορος]], σε Στράβ.
|lsmtext='''σῡκόμορον:''' τό, [[καρπός]] του δέντρου [[συκόμορος]], σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῡκό-μορον, ου, τό,<br />the [[fruit]] of the [[συκόμορος]], Strab.
}}
}}

Revision as of 01:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκόμορον Medium diacritics: συκόμορον Low diacritics: συκόμορον Capitals: ΣΥΚΟΜΟΡΟΝ
Transliteration A: sykómoron Transliteration B: sykomoron Transliteration C: sykomoron Beta Code: suko/moron

English (LSJ)

τό,

   A fruit of the συκόμορος, Str.17.2.4, Dsc.1.127, Gal.6.617, Ath.2.51b: also the tree, Dsc. l.c.

German (Pape)

[Seite 973] τό, die Frucht des συκόμορος, Maulbeerfeige, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκόμορον: τό, ὁ καρπὸς τῆς συκομόρου, Στράβ. 823, Διοκ. 1. 181, Ἀθήν. 51Β.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
fruit du sycomore.
Étymologie: συκόμορος.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. συκόμουρο.

Greek Monotonic

σῡκόμορον: τό, καρπός του δέντρου συκόμορος, σε Στράβ.

Middle Liddell

σῡκό-μορον, ου, τό,
the fruit of the συκόμορος, Strab.