τηλέσκοπος: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(4b) |
(1b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τηλέσκοπος:''' издали заметный, далеко видный ([[αὐγή]] Hes.; [[πέμφιξ]] Soph.; [[ὄχθος]] Anth.). | |elrutext='''τηλέσκοπος:''' издали заметный, далеко видный ([[αὐγή]] Hes.; [[πέμφιξ]] Soph.; [[ὄχθος]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τηλε-σκόπος, ον, [[σκοπέω]]<br />[[pass]]. far-[[seen]], [[conspicuous]], Hes., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:55, 10 January 2019
Spanish
Greek Monolingual
-ον, Α
ορατός από μακριά («ἀκαμάτοιο πυρὸς τηλέσκοπος αὐγήν», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + -σκοπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. τανυσί-σκοπος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
Russian (Dvoretsky)
τηλέσκοπος: издали заметный, далеко видный (αὐγή Hes.; πέμφιξ Soph.; ὄχθος Anth.).
Middle Liddell
τηλε-σκόπος, ον, σκοπέω
pass. far-seen, conspicuous, Hes., Anth.