τηλέσκοπος
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
English (LSJ)
ον, far-seen, conspicuous, Hes. Th. 566, 569, S. Fr. 338 (Bentley, for τῇδε σκοπῶν), Limen. 1, AP 6.251 (Phil.); parox. in Max. 436, Musae. 237.
Spanish
Greek Monolingual
-ον, Α
ορατός από μακριά («ἀκαμάτοιο πυρὸς τηλέσκοπος αὐγήν», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + -σκοπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. τανυσί-σκοπος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
German (Pape)
von weitem, aus der Ferne gesehen; Hes. Th. 566, 569; Soph. frg. 319; ὄχθον Λευκάδος τηλέσκοπον ναύταις, Philp. 11 (VI.251).
Russian (Dvoretsky)
τηλέσκοπος: издали заметный, далеко видный (αὐγή Hes.; πέμφιξ Soph.; ὄχθος Anth.).
Middle Liddell
τηλε-σκόπος, ον, σκοπέω
pass. far-seen, conspicuous, Hes., Anth.
Léxico de magia
-ον que ve a lo lejos de Helios χαῖρε, πυρὸς ταμία, τηλεσκόπε κοίρανε κόσμου te saludo, administrador del fuego, señor del mundo que ves a lo lejos P II 88