τηλέσκοπος

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηλέσκοπος Medium diacritics: τηλέσκοπος Low diacritics: τηλέσκοπος Capitals: ΤΗΛΕΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: tēléskopos Transliteration B: tēleskopos Transliteration C: tileskopos Beta Code: thle/skopos

English (LSJ)

ον, far-seen, conspicuous, Hes. Th. 566, 569, S. Fr. 338 (Bentley, for τῇδε σκοπῶν), Limen. 1, AP 6.251 (Phil.); parox. in Max. 436, Musae. 237.

Spanish

que ve a lo lejos

Greek Monolingual

-ον, Α
ορατός από μακριά («ἀκαμάτοιο πυρὸς τηλέσκοπος αὐγήν», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + -σκοπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. τανυσί-σκοπος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].

German (Pape)

von weitem, aus der Ferne gesehen; Hes. Th. 566, 569; Soph. frg. 319; ὄχθον Λευκάδος τηλέσκοπον ναύταις, Philp. 11 (VI.251).

Russian (Dvoretsky)

τηλέσκοπος: издали заметный, далеко видный (αὐγή Hes.; πέμφιξ Soph.; ὄχθος Anth.).

Middle Liddell

τηλε-σκόπος, ον, σκοπέω
pass. far-seen, conspicuous, Hes., Anth.

Léxico de magia

-ον que ve a lo lejos de Helios χαῖρε, πυρὸς ταμία, τηλεσκόπε κοίρανε κόσμου te saludo, administrador del fuego, señor del mundo que ves a lo lejos P II 88