τύκη: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
(4b)
(1b)
Line 10: Line 10:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τύκη:''' ἡ Eur. (v. l. к [[τεῖχος]] и [[τύπος]]) = [[τύκισμα]].
|elrutext='''τύκη:''' ἡ Eur. (v. l. к [[τεῖχος]] и [[τύπος]]) = [[τύκισμα]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τύκη]], ἡ, [[τύκος]]<br />[[mason]]'s [[work]], Eur.
}}
}}

Revision as of 02:00, 10 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

τύκη: ἡ, ὄργανον λιθοκόπου, ἐν τύκαισι λαΐνοισι Γιγάντων (κατὰ τὸν Ἕρμαν. ἀντὶ τείχεσι) Εὐρ. Ἴων 206· πρβλ. τύκισμα.

Greek Monolingual

ἡ, Α
εργαλείο λιθοκόπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. τύχος, κατά τα θηλ.].

Greek Monotonic

τύκη: ἡ (τύκος), εργαλείο κτίστη ή λιθοκόπου, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

τύκη: ἡ Eur. (v. l. к τεῖχος и τύπος) = τύκισμα.

Middle Liddell

τύκη, ἡ, τύκος
mason's work, Eur.