ὑπέρπονος: Difference between revisions
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑπέρπονος:''' крайне измученный (ὑ. γενόμενος διὰ [[γῆρας]] Plut.). | |elrutext='''ὑπέρπονος:''' крайне измученный (ὑ. γενόμενος διὰ [[γῆρας]] Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὑπέρ]]-πονος, ον,<br />[[quite]] [[worn]] out, Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:25, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A quite worn out, διὰ γῆρας Plu.Alex.61, cf. Anon. ap. Suid. s.v. ὑπερπνιγεῖς.
German (Pape)
[Seite 1201] akt., sich übermäßig anstrengend, auch durch übermäßige Anstrengung abgemattet, Plut. Alex. 61 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρπονος: -ον, ὑπὲρ τὸ δέον καταπεπονημένος, διὰ γῆρας ὑπέρπονος γενόμενος Πλουτ. Ἀλέξ. 61.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
épuisé par la fatigue ou la souffrance.
Étymologie: ὑπέρ, πόνος.
Greek Monolingual
-ον, Α
καταβεβλημένος από υπέρμετρους κόπους («διὰ γῆρας ὑπέρπονος γενόμενος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + πόνος (πρβλ. ἐπί-πονος)].
Greek Monotonic
ὑπέρπονος: -ον, καταπονημένος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρπονος: крайне измученный (ὑ. γενόμενος διὰ γῆρας Plut.).