φιλογαθής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''φιλογᾱθής:''' дор. = [[φιλογηθής]].
|elrutext='''φιλογᾱθής:''' дор. = [[φιλογηθής]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλο-γᾱθής, ές [doric for [[φιλογηθής]].]
}}
}}

Revision as of 02:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλογᾱθής Medium diacritics: φιλογαθής Low diacritics: φιλογαθής Capitals: ΦΙΛΟΓΑΘΗΣ
Transliteration A: philogathḗs Transliteration B: philogathēs Transliteration C: filogathis Beta Code: filogaqh/s

English (LSJ)

ές, Dor. for φιλογηθής (q. v.).

German (Pape)

[Seite 1278] ές, dor. statt φιλογηθής, Aesch. Spt. 901.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλογᾱθής: -ές, Δωρικ. ἀντὶ φιλογηθής, γόος δαϊόφρων, οὐ φιλογαθὴς Αἰσχύλ. Θήβ. 918.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dor. c. φιλογηθής.

Greek Monolingual

και σπάν. τ. φιλογηθής, -ές, Α
αυτός που του αρέσει η ευθυμία, η φαιδρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -γαθής / -γηθής (< γῆθος < γήθω «ευφραίνω»), πρβλ. πλουτο-γαθής].

Greek Monotonic

φῐλογᾱθής: -ές, Δωρ. αντί φιλο-γηθής.

Russian (Dvoretsky)

φιλογᾱθής: дор. = φιλογηθής.

Middle Liddell

φῐλο-γᾱθής, ές [doric for φιλογηθής.]