κρηνίς: Difference between revisions

From LSJ

Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.

Source
(nl)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κρηνίς -ῖδος, ἡ, Dor. κρανίς [κρήνη] bron, fontein.
|elnltext=κρηνίς -ῖδος, ἡ, Dor. κρανίς [κρήνη] bron, fontein.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κρηνίς]], ῖδος, ἡ, [Dim. of [[κρήνη]], Eur.]
}}
}}

Revision as of 03:10, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρηνίς Medium diacritics: κρηνίς Low diacritics: κρηνίς Capitals: ΚΡΗΝΙΣ
Transliteration A: krēnís Transliteration B: krēnis Transliteration C: krinis Beta Code: krhni/s

English (LSJ)

ῖδος, ἡ,

   A = κρήνη, E.Hipp.208 (anap.), Call.Fr.anon.98, Theoc.1.22 (Dor.κρᾱν-), D.H.1.32.    II pl. Κρηνῖδες, αἱ, ancient name for Philippi in Macedonia, Str.7 Fr.34, App.BC4.105; τὰ ἐγ Κρηνῖσιν, as local place-name, IG12(5).544 B2.47 (Ceos).

Greek (Liddell-Scott)

κρηνίς: ῖδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ κρήνη, Πινδ. Ἀποσπ. 136, Εὐρ. Ἱππ. 208, Διον. Ἁλ. 1. 32. ΙΙ. Κρηνῖδες ἢ -ίδες ἡ μετέπειτα πόλις Φίλιπποι τῆς Μακεδονίας, Στράβ. 331 Ἀππ. Ἐμφύλ. Πόλεμ. 4. 105. ῑ, Δράκων 23. 14.

French (Bailly abrégé)

ῖδος (ἡ) :
dim. de κρήνη.

Greek Monolingual

κρηνίς, -ῑδος, ἡ (Α) κρήνη
1. η κρήνη («πῶς ἂν δροσερᾱς ἀπὸ κρηνῑδος», Ευρ.)
2. (στον πληθ. ως τοπων.) αἱ Κρηνῑδες ή Κρηνίδες
η πόλη Φίλιπποι της Μακεδονίας («ὅτι πλεῑστα μέταλλά ἐστι χρυσοῡ ἐν ταῑς Κρηνῑσιν», Στράβ.).

Greek Monotonic

κρηνίς: -ῖδος, ἡ, υποκορ. του κρήνη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κρηνίς: дор. κρᾱνίς, ῖδος ἡ Eur. = κρηνίδιον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρηνίς -ῖδος, ἡ, Dor. κρανίς [κρήνη] bron, fontein.

Middle Liddell

κρηνίς, ῖδος, ἡ, [Dim. of κρήνη, Eur.]