λευκόσφυρος: Difference between revisions
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λευκόσφῠρος:''' белоногий (Ἣβα Theocr.). | |elrutext='''λευκόσφῠρος:''' белоногий (Ἣβα Theocr.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λευκό-σφῠρος, ον [[σφυρόν]]<br />[[white]]-ankled, Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:20, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A white-ankled, Ἥβα Theoc.17.32.
German (Pape)
[Seite 35] mit weißen Knöcheln, Ἥβη, Theocr. 17, 32.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόσφῠρος: -ον, ἔχων λευκὰ σφυρά, Ἥβα Θεόκρ. 17. 32.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux talons blancs.
Étymologie: λευκός, σφυρόν.
Greek Monolingual
λευκόσφυρος, -ον (Α) (για την Ήβη) αυτή που έχει λευκούς αστραγάλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -σφυρος (< σφυρόν «αστράγαλος»)].
Greek Monotonic
λευκόσφῠρος: -ον (σφυρόν), αυτός που έχει λευκούς αστραγάλους, λευκά ή γυμνά πόδια, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
λευκόσφῠρος: белоногий (Ἣβα Theocr.).