λευκίτης: Difference between revisions

From LSJ

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103
(5)
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λευκίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, = [[λευκός]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''λευκίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, = [[λευκός]], σε Θεόκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λευκί¯της, ου, ὁ, = [[λευκός]], Theocr.]
}}
}}

Revision as of 03:20, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκίτης Medium diacritics: λευκίτης Low diacritics: λευκίτης Capitals: ΛΕΥΚΙΤΗΣ
Transliteration A: leukítēs Transliteration B: leukitēs Transliteration C: lefkitis Beta Code: leuki/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, Dor. -ᾱς, ὁ,

   A = λευκός 11, of a ram, Theoc.5.147.

German (Pape)

[Seite 33] ὁ, = λευκός, Theocr. 5, 147.

Greek (Liddell-Scott)

λευκίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = λευκός, Θεόκρ. 5. 147.

Greek Monolingual

ο (Α λευκίτης, δωρ. τ. λευκίτας) λευκός
νεοελλ.
(ορυκτ.) αργιλοπυριτικό ορυκτό του καλίου το οποίο είναι ένα από τα σημαντικότερα ορυκτά τών αστριοειδών
αρχ.
(για κριάρι) λευκός.

Greek Monotonic

λευκίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = λευκός, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

λευκί¯της, ου, ὁ, = λευκός, Theocr.]