Λακωνίζω: Difference between revisions
Άνδρα μοι ἒννεπε, Μούσα, πολὺτροπον, ... → Tell me, o Muse, of that ingenious hero, ... (Homer's Odyssey)
(5) |
(1ba) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Λᾰκωνίζω:'''<b class="num">I.</b> [[μιμούμαι]] τους Λακεδαιμονίους, [[συμπεριφέρομαι]] σύμφωνα με τους λακωνικούς τρόπους, σε Πλάτ., Ξεν., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[συμφωνώ]] με τους Λακεδαιμονίους, είμαι με το [[μέρος]] τους, συντάσσομαι στο [[πλευρό]] τους, σε Ξεν. | |lsmtext='''Λᾰκωνίζω:'''<b class="num">I.</b> [[μιμούμαι]] τους Λακεδαιμονίους, [[συμπεριφέρομαι]] σύμφωνα με τους λακωνικούς τρόπους, σε Πλάτ., Ξεν., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[συμφωνώ]] με τους Λακεδαιμονίους, είμαι με το [[μέρος]] τους, συντάσσομαι στο [[πλευρό]] τους, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=Λᾰκωνίζω, [from Λά˘κων]<br /><b class="num">I.</b> to [[imitate]] the Lacedaemonians, Plat., Xen., etc.<br /><b class="num">II.</b> to be in the Lacedaemonian [[interest]], to Laconize, Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:25, 10 January 2019
English (LSJ)
A imitate Lacedaemonian manners, dress, etc., Pl.Prt. 342b sq., X.HG4.8.18, D.54.34; Λ. τῇ διαίτῃ Plu.Alc.23; τῇ φωνῇ Id.2.150b: hence, speak laconically, ib.513a, etc.; = titubo, Gloss. II act in the Lacedaemonian interest, X.HG4.4.2, etc. III = παιδεραστέω, Ar.Fr.338, Eup.351.1.
Greek (Liddell-Scott)
Λᾰκωνίζω: μιμοῦμαι λακωνικοὺς τρόπους, ἱματισμόν, κτλ., Πλάτ. Πρωτ. 342Β. κέξ., Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 18. καὶ 28, Δημ. 1267· 23· Λ. τῇ διαίτῃ Πλουτ. Ἀλκ. 23· τῇ φωνῇ ὁ αὐτ. ἐν 2. 150Α· - ἐντεῦθεν, ὁμιλῶ λακωνικῶς, αὐτόθι 513Α, κτλ. ΙΙ. φρονῶ τὰ τῶν Λακεδαιμονίων, εἶμαι μὲ τὸ μέρος αὐτῶν, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 2, κτλ. ΙΙΙ. = παιδεραστέω, περὶ οὗ οἱ Λακεδαιμόνιοι ὠνειδίζοντο, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 322, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 2· ἴδε κυσολάκων.
Greek Monotonic
Λᾰκωνίζω:I. μιμούμαι τους Λακεδαιμονίους, συμπεριφέρομαι σύμφωνα με τους λακωνικούς τρόπους, σε Πλάτ., Ξεν., κ.λπ.
II. συμφωνώ με τους Λακεδαιμονίους, είμαι με το μέρος τους, συντάσσομαι στο πλευρό τους, σε Ξεν.
Middle Liddell
Λᾰκωνίζω, [from Λά˘κων]
I. to imitate the Lacedaemonians, Plat., Xen., etc.
II. to be in the Lacedaemonian interest, to Laconize, Xen.