λυμαντήρ: Difference between revisions
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
(3) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λῡμαντήρ:''' ῆρος ὁ разрушитель, нарушитель ([[φιλίας]] Xen.). | |elrutext='''λῡμαντήρ:''' ῆρος ὁ разрушитель, нарушитель ([[φιλίας]] Xen.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λῡμαντήρ, ῆρος,<br />a [[spoiler]], [[destroyer]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:30, 10 January 2019
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A spoiler, destroyer, φιλίας X.Hier.3.3.
Greek (Liddell-Scott)
λῡμαντήρ: ῆρος, ὁ, ὁ λυμαινόμενός τι, ὁ καταστρέφων τι, καταστροφεύς, ὅτι λυμαντῆρας αὐτοὺς (τοὺς μοιχοὺς δηλ.) νομίζουσι τῆς τῶν γυναικῶν φιλίας πρὸς τοὺς ἄνδρας Ξεν. Ἱέρ. 3. 3.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
destructeur.
Étymologie: λυμαίνομαι.
Greek Monolingual
λυμαντήρ, ῆρος, ὁ (A)
λυμαίνω
αφανιστής, καταστροφέας, λυμεώνας.
Greek Monotonic
λῡμαντήρ: -ῆρος, ὁ, καταστροφέας, αυτός που λυμαίνεται, εξολοθρεύει κάτι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
λῡμαντήρ: ῆρος ὁ разрушитель, нарушитель (φιλίας Xen.).