Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λοπάδιον: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
(3)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''λοπάδιον:''' (ᾰ) τό тарелочка, мисочка Arph.
|elrutext='''λοπάδιον:''' (ᾰ) τό тарелочка, мисочка Arph.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λοπά˘διον, ου, τό, [Dim. of [[λοπάς]],]<br />a [[platter]], Ar.
}}
}}

Revision as of 03:35, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοπᾰδιον Medium diacritics: λοπάδιον Low diacritics: λοπάδιον Capitals: ΛΟΠΑΔΙΟΝ
Transliteration A: lopádion Transliteration B: lopadion Transliteration C: lopadion Beta Code: lopa/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of

   A λοπάς 2, Ar.Pl. 812, Eub.9,38, Alex.186.7, PCair.Zen.82 (iii B.C.), etc.    II oyster, Gp.20.18.

Greek (Liddell-Scott)

λοπάδιον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ λοπάς, Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 812, Εὔβουλ. ἐν «Ἀνασῳζομένοις» 1, «ἐν Ἴωνι» 1, κτλ.· - οὕτω λοπαδίσκος, ὁ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 962. ΙΙ. ὄστρεόν τι, Γεωπ. 20. 18, 1.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit plat, écuelle.
Étymologie: dim. de λοπάς.

Greek Monolingual

λοπάδιον, τὸ (AM)
μσν.
είδος οστράκου
(αρχ. (υποκορ. του λοπάς) τηγανάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοπάς, -άδος «πιατέλα» + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. ομμάτ-ιον, στόμ-ιον)].

Greek Monotonic

λοπάδιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του λοπάς, πιατέλα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

λοπάδιον: (ᾰ) τό тарелочка, мисочка Arph.

Middle Liddell

λοπά˘διον, ου, τό, [Dim. of λοπάς,]
a platter, Ar.