μεσημβρίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(5)
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεσημβρίζω:''' = [[μεσημβριάζω]], σε Στράβ.
|lsmtext='''μεσημβρίζω:''' = [[μεσημβριάζω]], σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μεσημβρίζω]], = [[μεσημβριάζω]], Strab.]
}}
}}

Revision as of 03:45, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσημβρίζω Medium diacritics: μεσημβρίζω Low diacritics: μεσημβρίζω Capitals: ΜΕΣΗΜΒΡΙΖΩ
Transliteration A: mesēmbrízō Transliteration B: mesēmbrizō Transliteration C: mesimvrizo Beta Code: meshmbri/zw

English (LSJ)

   A = μεσημβριάζω I, Str.15.1.21, J.AJ7.2.1.

German (Pape)

[Seite 137] = μεσημβριάζω; Strab. XV, 694 u. Ios.; Nonn. sagt D. 10, 142 μεσημβρίζουσα ἱμάσθλη ἠελίοιο.

Greek (Liddell-Scott)

μεσημβρίζω: μεσημβριάζω, Στράβ. 694, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 2, 1.

Greek Monolingual

μεσημβρίζω (Α)
βλ. μεσημβριάζω.

Greek Monotonic

μεσημβρίζω: = μεσημβριάζω, σε Στράβ.

Middle Liddell

μεσημβρίζω, = μεσημβριάζω, Strab.]