μισολάκων: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μῑσολάκων:''' ωνος (ᾰ) ὁ ненавистник лакедемонян Arph. | |elrutext='''μῑσολάκων:''' ωνος (ᾰ) ὁ ненавистник лакедемонян Arph. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μῑσο-λά˘κων, ωνος, ὁ,<br />a [[Laconian]]-hater, Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:00, 10 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ωνος, ὁ,
A Laconian-hater, Ar.V.1165.
German (Pape)
[Seite 191] ωνος, die Lakonier hassend, Ar. Vesp. 1165.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσολάκων: [ᾰ], -ωνος, ὁ, ὁ μισῶν τοὺς Λάκωνας, Ἀριστοφ. Σφ. 1165.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
qui hait les Lacédémoniens.
Étymologie: μισέω, Λάκων.
Greek Monolingual
μισολάκων, -ωνος, ὁ (Α)
αυτός που μισεί τους Λάκωνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + Λάκων.
Greek Monotonic
μῑσολάκων: [ᾰ], -ωνος, ὁ, αυτός που μισεί τους Λάκωνες, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
μῑσολάκων: ωνος (ᾰ) ὁ ненавистник лакедемонян Arph.
Middle Liddell
μῑσο-λά˘κων, ωνος, ὁ,
a Laconian-hater, Ar.