μυστηρικός: Difference between revisions
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μυστηρικός:''' предназначенный для мистерий, приносимый в жертву во время мистерий ([[χοιρίον]] Arph.). | |elrutext='''μυστηρικός:''' предназначенный для мистерий, приносимый в жертву во время мистерий ([[χοιρίον]] Arph.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[μυστηρικός]], ή, όν<br />of or for mysteries, [[mystic]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:10, 10 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for mysteries, χοιρία Ar.Ach.747.
German (Pape)
[Seite 223] = μυστηριακός, χοιρίον, Ar. Ach. 712 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μυστηρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὰ μυστήρια, μυστηριακός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 747.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. 1 initié aux mystères;
2 qui concerne les initiés, d’initié;
II. qui initie aux mystères.
Étymologie: μυστήριον.
Greek Monolingual
μυστηρικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα μυστήρια ή προορίζεται για μυστηριακή τελετή, μυστηριακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυστηρ-ίον, αν δεν πρόκειται για απευθείας παραγωγή από έναν αμάρτυρο τ. μυστήρ].
Greek Monotonic
μυστηρικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για τα μυστήρια, μυστικός, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
μυστηρικός: предназначенный для мистерий, приносимый в жертву во время мистерий (χοιρίον Arph.).
Middle Liddell
μυστηρικός, ή, όν
of or for mysteries, mystic, Ar.