ὀλιγηπελία: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
(5)
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀλῐγηπελία:''' Ιων. -ίη, ἡ, [[αδυναμία]], [[εξασθένηση]], [[λιποψυχία]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ὀλῐγηπελία:''' Ιων. -ίη, ἡ, [[αδυναμία]], [[εξασθένηση]], [[λιποψυχία]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀλῐγηπελία, ἡ, [from ὀλῐγηπελής]<br />[[weakness]], [[faintness]], Od.
}}
}}

Revision as of 04:35, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγηπελία Medium diacritics: ὀλιγηπελία Low diacritics: ολιγηπελία Capitals: ΟΛΙΓΗΠΕΛΙΑ
Transliteration A: oligēpelía Transliteration B: oligēpelia Transliteration C: oligipelia Beta Code: o)lighpeli/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A weakness, faintness, Od.5.468 ; cf. εὐηπελία, κακηπελία.

German (Pape)

[Seite 320] ἡ, die Ohnmacht, Od. 5, 468.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγηπελία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἀδυναμία, λιποψυχία, Ὀδ. Ε. 468· πρβλ. εὐηπελία, κακηπελία.

Greek Monolingual

ὀλιγηπελία, ἡ (ΑΜ, Α και ιων. τ. ὀλιγηπελίη) ολιγηπελής
αδυναμία, ατονία, λιποθυμία.

Greek Monotonic

ὀλῐγηπελία: Ιων. -ίη, ἡ, αδυναμία, εξασθένηση, λιποψυχία, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ὀλῐγηπελία, ἡ, [from ὀλῐγηπελής]
weakness, faintness, Od.