νοσηματώδης: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
(3b)
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''νοσημᾰτώδης:''' болезненный, нездоровый Arst.
|elrutext='''νοσημᾰτώδης:''' болезненный, нездоровый Arst.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νοσημᾰτ-ώδης, ες [from [[νόσημα]] = [[νοσώδης]], Arist.]
}}
}}

Revision as of 04:35, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοσημᾰτώδης Medium diacritics: νοσηματώδης Low diacritics: νοσηματώδης Capitals: ΝΟΣΗΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: nosēmatṓdēs Transliteration B: nosēmatōdēs Transliteration C: nosimatodis Beta Code: noshmatw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = νοσώδης, Arist.GA727b28, EN1149a6, Ptol.Tetr.188. Adv. νοσηματωδῶς, ἔχειν Arist.EN1148b33.

Greek (Liddell-Scott)

νοσημᾰτώδης: -ες, = νοσώδης, Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 1. 19, 23, Ἠθ. Νικ. 7. 5, 3. - Ἐπίρρ., νοσηματωδῶς ἔχειν αὐτόθι 4.

Greek Monolingual

νοσηματώδης, -ῶδες (Α) νόσημα
νοσώδης, νοσηρός.
επίρρ...
νοσηματωδῶς (Α)
με νοσηματώδη τρόπο.

Greek Monotonic

νοσημᾰτώδης: -ες, = νοσώδης, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

νοσημᾰτώδης: болезненный, нездоровый Arst.

Middle Liddell

νοσημᾰτ-ώδης, ες [from νόσημα = νοσώδης, Arist.]