οὐλόκερως: Difference between revisions
From LSJ
αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
(5) |
(1ba) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οὐλόκερως:''' -ων ([[οὖλος]] Β), αυτός που έχει στριφτά ή κυρτά κέρατα, σε Στράβ. | |lsmtext='''οὐλόκερως:''' -ων ([[οὖλος]] Β), αυτός που έχει στριφτά ή κυρτά κέρατα, σε Στράβ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=οὐλό-κερως, ων, [οὖλος2]<br />with [[twisted]] horns, Strab. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:50, 10 January 2019
German (Pape)
[Seite 412] mit krausen, gewundenen Hörnern, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
οὐλόκερως: -ων, γεν. -ω (οὖλος Β) ὁ ἔχων στρεπτὰ ἢ καμπύλα κέρατα, Στράβ. 96.
French (Bailly abrégé)
ως, ων ; gén. ω;
dont les cornes sont recourbées ou tronquées.
Étymologie: οὖλος², κέρας.
Greek Monotonic
οὐλόκερως: -ων (οὖλος Β), αυτός που έχει στριφτά ή κυρτά κέρατα, σε Στράβ.
Middle Liddell
οὐλό-κερως, ων, [οὖλος2]
with twisted horns, Strab.