παλαιομάτωρ: Difference between revisions
From LSJ
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
(3b) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παλαιομάτωρ:''' ορος ἡ дор. = * [[παλαιομήτωρ]]. | |elrutext='''παλαιομάτωρ:''' ορος ἡ дор. = * [[παλαιομήτωρ]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πᾰλαιο-μάτωρ, ορος, ὁ, [[μήτηρ]]<br />[[ancient]] [[mother]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:05, 10 January 2019
English (LSJ)
[μᾱ], ορος, ἡ,
A ancient mother, E.Supp.628 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 445] ορος, ἡ, v. l. von παλαιμάτωρ, bei Eur.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλαιομάτωρ: -ορος, ἡ, παλαιὰ μήτηρ. Εὐρ. Ἱκέτ. 628.
French (Bailly abrégé)
ορος (ἡ) :
mère antique.
Étymologie: παλαιός, μήτηρ.
Greek Monolingual
παλαιομάτωρ, -ορος, ἡ (Α)
αυτή που υπήρξε μητέρα σε παλαιούς χρόνους («ἰὼ Ζεῡ, τᾱς παλαιομάτορας παιδογόνε πόριος Ἰνάχου», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο- + -μᾶτωρ (< μήτηρ)].
Greek Monotonic
πᾰλαιομάτωρ: -ορος, ὁ (μήτηρ), παλιά μητέρα, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλαιομάτωρ -ορος, ἡ [παλαιός, μήτηρ] Dor., oude moeder.
Russian (Dvoretsky)
παλαιομάτωρ: ορος ἡ дор. = * παλαιομήτωρ.