παράνους: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(nl)
(1ba)
Line 7: Line 7:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παράνους -ουν, zonder contr. παράνοος [παρά, νοῦς] buiten zinnen.\n
|elnltext=παράνους -ουν, zonder contr. παράνοος [παρά, νοῦς] buiten zinnen.\n
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παρά]]-νους, ουν,<br />[[distraught]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 05:10, 10 January 2019

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att.
qui a l’esprit égaré.
Étymologie: παρά, νόος.

Greek Monolingual

-ουν και -οος, -οον, Α
παράφρονας, παρανοϊκόςπαράνους Ἑλένα... πολλὰς ψυχὰς ὀλέσασ' ὑπὸ Τροίᾳ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + νόος / νοῦς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράνους -ουν, zonder contr. παράνοος [παρά, νοῦς] buiten zinnen.\n

Middle Liddell

παρά-νους, ουν,
distraught, Aesch.