πεντετριάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(5)
(1ba)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πεντετριάζομαι:''' αποθ., [[κυριεύω]] [[πέντε]] φορές, σε Ανθ.
|lsmtext='''πεντετριάζομαι:''' αποθ., [[κυριεύω]] [[πέντε]] φορές, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πεντε-τριάζομαι,<br />Dep. to [[conquer]] [[five]] times, Anth.
}}
}}

Revision as of 05:25, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντετρῐάζομαι Medium diacritics: πεντετριάζομαι Low diacritics: πεντετριάζομαι Capitals: ΠΕΝΤΕΤΡΙΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: pentetriázomai Transliteration B: pentetriazomai Transliteration C: pentetriazomai Beta Code: pentetria/zomai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be conquered five times, AP11.84 (Lucill.).

Greek (Liddell-Scott)

πεντετριάζομαι: ἀποθ., νικῶ πεντάκις κατὰ σειράν, νικῶ ἐν ἀγῶνι πεντάθλου, Ἀνθ. Π. 11. 84.

Greek Monolingual

Α
παθ. νικώμαι πέντε φορές σε ένα αγώνισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε- (βλ. πεντα-) + τριάζω «νικώ»].

Greek Monotonic

πεντετριάζομαι: αποθ., κυριεύω πέντε φορές, σε Ανθ.

Middle Liddell

πεντε-τριάζομαι,
Dep. to conquer five times, Anth.