περιπίμπλαμαι: Difference between revisions
From LSJ
(nl) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=περι-πίμπλαμαι, alleen aor. pass., geheel gevuld worden. | |elnltext=περι-πίμπλαμαι, alleen aor. pass., geheel gevuld worden. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=aor1 περιε-πλήσθην<br />Pass. to be [[filled]] [[full]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:30, 10 January 2019
English (LSJ)
Pass.,
A to be filled full of. λευκότητος περιεπλήσθη Pl.Tht.156e: abs., περιεπλήσθη ἡ οἰκία X.HG3.2.28.
Greek (Liddell-Scott)
περιπίμπλαμαι: πληροῦμαι ἐντελῶς, λευκότητος περιεπλήσθη Πλάτ. Θεαίτ. 156Ε· ἀπολ., περιεπλήσθη ἡ οἰκία Ξεν. Ἑλλ. 3, 2. 28.
Greek Monolingual
Α
πληρούμαι από όλες τις πλευρές, τελείως («τὸ δὲ ξυγγενῆσαν τὸ χρῶμα λευκότητος περιεπλήσθη», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πίμπλαμαι «γεμίζω»].
Greek Monotonic
περιπίμπλαμαι: αόρ. αʹ περιε-πλήσθην, Παθ., πληρούμαι, γεμίζω εντελώς, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-πίμπλαμαι, alleen aor. pass., geheel gevuld worden.