περίπλικτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(3b)
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''περίπλικτος:''' Theocr. v. l. = [[περίπλεκτος]].
|elrutext='''περίπλικτος:''' Theocr. v. l. = [[περίπλεκτος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περίπλικτος]], ον,<br />crossed, Luc. [from [[περιπλίσσομαι]]
}}
}}

Revision as of 05:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίπλικτος Medium diacritics: περίπλικτος Low diacritics: περίπλικτος Capitals: ΠΕΡΙΠΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: perípliktos Transliteration B: peripliktos Transliteration C: peripliktos Beta Code: peri/pliktos

English (LSJ)

ον,

   A crossing, ποσσὶ π., of dancers, Theoc.18.8 (v.l. -πλέκτοις).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
var. de περίπλεκτος.

Greek Monolingual

-ον, Α περιπλίσσομαι
(για τα σκέλη χορευτών) περίπλεκτος.

Greek Monotonic

περίπλικτος: -ον, διασταυρωμένος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

περίπλικτος: Theocr. v. l. = περίπλεκτος.

Middle Liddell

περίπλικτος, ον,
crossed, Luc. [from περιπλίσσομαι