πλατύπυγος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(6)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλᾰτύπῡγος:''' -ον ([[πυγή]]), αυτός που έχει πλατιά οπίσθια, φαρδιά ύφαλα, <i>πλοῖα</i>, σε Στράβ.
|lsmtext='''πλᾰτύπῡγος:''' -ον ([[πυγή]]), αυτός που έχει πλατιά οπίσθια, φαρδιά ύφαλα, <i>πλοῖα</i>, σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πλᾰτύ-πῡγος, ον, [[πυγή]]<br />[[broad]]-bottomed, πλοῖα Strab.
}}
}}

Revision as of 05:39, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτύπῡγος Medium diacritics: πλατύπυγος Low diacritics: πλατύπυγος Capitals: ΠΛΑΤΥΠΥΓΟΣ
Transliteration A: platýpygos Transliteration B: platypygos Transliteration C: platypygos Beta Code: platu/pugos

English (LSJ)

ον, (πυγή)

   A broad-bottomed, of boats, Str.4.4.1.

German (Pape)

[Seite 627] mit breitem Hintern, πλοῖα, Strab. 4, 4, 1.

Greek (Liddell-Scott)

πλατύπῡγος: -ον, (πυγὴ) ὁ ἔχων πλατεῖαν πυγήν, πλατέα ὀπίσθια, πλοῖα Στράβ. 195.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à large carène.
Étymologie: πλατύς, πυγή.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει πλατιά οπίσθια
2. μτφ. (για πλοίο) αυτός που έχει επίπεδη τρόπιδα, πλατιά καρίνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + πυγή «οπίσθια» (πρβλ. καλλί-πυγος)].

Greek Monotonic

πλᾰτύπῡγος: -ον (πυγή), αυτός που έχει πλατιά οπίσθια, φαρδιά ύφαλα, πλοῖα, σε Στράβ.

Middle Liddell

πλᾰτύ-πῡγος, ον, πυγή
broad-bottomed, πλοῖα Strab.