ἀκροχορδών: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
(1a)
(nl)
Line 19: Line 19:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χορδή]]<br />a wart with a [[thin]] [[neck]], Plut.
|mdlsjtxt=[[χορδή]]<br />a wart with a [[thin]] [[neck]], Plut.
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἀκροχορδών]] -όνος, ἡ [[ἄκρος]], [[χορδή]] wrat.
}}
}}

Revision as of 05:55, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 85] όνος, ἡ (στενην ἔχει βάσιν ὡς δοκεῖν ἐκκεκρεμάσθαι ἄκρῳ χορδῆς ὡμοιωμένη, Paul. Aeg.), Warze mit dünnem Stiele, Plut. Fab. 1, u. sonst; Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροχορδών: -όνος, ἡ, (χορδή) σάρκωμα ἔχον λεπτὸν λαιμὸν (κρεατοελῃά), Ἱππ. Ἀφ. 1248, Πλουτ. Φαβ. 1, Γαλην., κτλ., διακρίνεται δὲ τοῦ ὀνόματος μυρμήκια, τά, Παῦλ. Αἰγ. 4. 15.

French (Bailly abrégé)

όνος (τό) :
verrue avec une petite queue mince.
Étymologie: ἄκρος, χορδή.

Spanish (DGE)

-όνος, ἡ
verruga de pedúnculo delgado Hp.Aph.3.26, Plu.Fab.1, Dsc.2.64, Crit.Hist. en Gal.12.449, Gal.12.142, Iul.Mis.339c, Gr.Nyss.Eun.2.571, Paul.Aeg.4.15, Cyran.1.16.12.

Greek Monotonic

ἀκροχορδών: γεν. -όνος, ἡ (χορδή), σάρκωμα με λεπτό λαιμό, κρεατοελιά, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροχορδών: όνος ὁ бородавка с тонкой ножкой Plut.

Middle Liddell

χορδή
a wart with a thin neck, Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκροχορδών -όνος, ἡ ἄκρος, χορδή wrat.