βεβάμεν: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(3)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βεβάμεν:''' [ᾰ], συγκεκ. [[τύπος]] αντί <i>βεβήκαμεν</i>, αʹ πληθ. παρακ. του [[βαίνω]]· ομοίως, βεβάναι αντί <i>βεβηκέναι</i>, βεβαώς αντί <i>βεβηκώς</i>.
|lsmtext='''βεβάμεν:''' [ᾰ], συγκεκ. [[τύπος]] αντί <i>βεβήκαμεν</i>, αʹ πληθ. παρακ. του [[βαίνω]]· ομοίως, βεβάναι αντί <i>βεβηκέναι</i>, βεβαώς αντί <i>βεβηκώς</i>.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βεβάμεν]] ep. inf. perf. van [[βαίνω]].
}}
}}

Revision as of 06:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βεβάμεν Medium diacritics: βεβάμεν Low diacritics: βεβάμεν Capitals: ΒΕΒΑΜΕΝ
Transliteration A: bebámen Transliteration B: bebamen Transliteration C: vevamen Beta Code: beba/men

English (LSJ)

   A v. βαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

βεβάμεν: ἴδε ἐν λ. βαίνω.

French (Bailly abrégé)

inf. pf.2 épq. de βαίνω.

Greek Monotonic

βεβάμεν: [ᾰ], συγκεκ. τύπος αντί βεβήκαμεν, αʹ πληθ. παρακ. του βαίνω· ομοίως, βεβάναι αντί βεβηκέναι, βεβαώς αντί βεβηκώς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βεβάμεν ep. inf. perf. van βαίνω.