γευστέον: Difference between revisions
From LSJ
ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days
(3) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γευστέον:''' ρημ. επίθ. του [[γεύω]], πρέπει [[κάτι]] να υποβληθεί σε γευστική [[αποτίμηση]], [[δοκιμή]], <i>τινά τινος</i>, σε Πλάτ. | |lsmtext='''γευστέον:''' ρημ. επίθ. του [[γεύω]], πρέπει [[κάτι]] να υποβληθεί σε γευστική [[αποτίμηση]], [[δοκιμή]], <i>τινά τινος</i>, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[γευστέον]], adj. verb. van [[γεύω]], men moet laten proeven, met gen. van iets. Plat. Resp. 537a. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 10 January 2019
English (LSJ)
A one must make to taste, τινὰ αἵματος Pl.R.537a.
Greek (Liddell-Scott)
γευστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ γεύω, καὶ γεύομαι, τινά τινος Πλάτ. Πολιτ. 537A.
Spanish (DGE)
hay que hacer probar fig., c. gen. τοὺς παῖδας ... αἵματος e.d. sentir la violencia de la guerra, Pl.R.537a.
Greek Monotonic
γευστέον: ρημ. επίθ. του γεύω, πρέπει κάτι να υποβληθεί σε γευστική αποτίμηση, δοκιμή, τινά τινος, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γευστέον, adj. verb. van γεύω, men moet laten proeven, met gen. van iets. Plat. Resp. 537a.