contract: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(CSV3)
(nlel)
Line 43: Line 43:


<b class="b2">Be a contractor</b>: P. ἐργολαβεῖν.
<b class="b2">Be a contractor</b>: P. ἐργολαβεῖν.
}}
{{nlel
|nleltext=[[συγγραφή]], [[συμβόλαιον]], [[συμβολή]], [[συνάλλαγμα]], [[συνθήκη]]
}}
}}

Revision as of 07:05, 10 January 2019

English > Greek (Woodhouse)

woodhouse 169.jpg

subs.

Written agreement: P. συγγραφή, ἡ, συμβόλαιον, το, συνάλλαγμα, τό.

Convention: P. and V. σύμβασις, ἡ, συνθῆκαι, αἱ, σύνθημα, τό, P. ὁμολογία, ἡ.

Promise: P. and V. ὑπόσχεσις, ἡ.

Break contract with, v.: P. παρασυγγραφεῖν (acc.).

v. trans.

Make narrow: P. and V. συνάγειν.

Abridge: P. and V. συστέλλειν, συντέμνειν.

Acquire: P. and V. κτᾶσθαι, λαμβάνειν; see acquire.

Contract (the brows): Ar. συνάγειν; see knit.

Contract (debt): P. λαμβάνειν.

Contract (a disease): P. λαμβάνειν (Dem. 294), ἀναπίμπλασθαι (gen.); see catch.

Contract (hatred, odium, etc.): see incur.

Contract (a marriage): V. συνάπτειν, P. συνάπτεσθαι; see betroth.

Contract for, give out on contract: P. ἐκδιδόναι κατὰ συγγραφήν (acc.) (Dem. 268).

Be contractor for: P. ἐργολαβεῖν (acc.) (Xen.).

Contract with: P. συμβόλαιον συμβάλλειν (dat. or πρός, acc.).

Make agreement with: P. and V. συμβαίνειν (dat.).

V. intrans. Become narrow: P. and V. συνάγεσθαι, συστέλλεσθαι.

Promise: P. and V. ὑφίστασθαι, ὑπισχνεῖσθαι, V. ὑπίσχεσθαι.

Make an agreement: P. and V. συμβαίνειν, συντίθεσθαι.

Be a contractor: P. ἐργολαβεῖν.

Dutch > Greek

συγγραφή, συμβόλαιον, συμβολή, συνάλλαγμα, συνθήκη