χειροτεχνικός: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
(1b)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''χειροτεχνικός:''' <b class="num">1)</b> ремесленнический: χειροτεχνικὰ ξυμβόλαια Plat. сделки с (или между) ремесленниками;<br /><b class="num">2)</b> искусный, способный (παῖδες Arph.).
|elrutext='''χειροτεχνικός:'''<br /><b class="num">1)</b> ремесленнический: χειροτεχνικὰ ξυμβόλαια Plat. сделки с (или между) ремесленниками;<br /><b class="num">2)</b> искусный, способный (παῖδες Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χειροτεχνικός]], ή, όν [from [[χειροτέχνης]]<br /><b class="num">1.</b> of or for [[handicraft]], [[skilful]], χειροτεχνικώτατος Ar.<br /><b class="num">2.</b> of artisans, Plat.
|mdlsjtxt=[[χειροτεχνικός]], ή, όν [from [[χειροτέχνης]]<br /><b class="num">1.</b> of or for [[handicraft]], [[skilful]], χειροτεχνικώτατος Ar.<br /><b class="num">2.</b> of artisans, Plat.
}}
}}

Revision as of 11:20, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειροτεχνικός Medium diacritics: χειροτεχνικός Low diacritics: χειροτεχνικός Capitals: ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΚΟΣ
Transliteration A: cheirotechnikós Transliteration B: cheirotechnikos Transliteration C: cheirotechnikos Beta Code: xeirotexniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A skilful, Ar.V.1276 (Sup.).    2 handicraftsmen or artisans, συμβόλαια Pl.R.425d: ἡ χειροτεχνική (sc. τέχνη),

   A = χειροτεχνία, Id.Plt.259c: pl., Id.Phlb.55d. Adv. -κῶς Il.2.148.

German (Pape)

[Seite 1347] ή, όν, zum Handwerk oder zum Handwerker gehörig, geschickt im Handwerk; superlat. bei Ar. Vesp. 1276; ξυμβόλαια Plat. Rep. IV, 425 d; ἡ χειροτεχνικὴ καὶ ὅλως πρακτική, sc. τέχνη, Polit. 259 c.

Greek (Liddell-Scott)

χειροτεχνικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χειροτεχνίαν, χειροτεχνικώτατος Ἀριστοφ. Σφ. 1276. 2) ὁ ἀνήκων εἰς χειροτέχνας ἢ χειρώνακτας, ξυμβόλαια Πλάτ. Πολ. 425D· - ἡ χειροτεχνικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), = χειροτεχνία, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 259C· καὶ ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 55D. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Β΄ , 148.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne les arts manuels;
2 habile dans un art manuel;
Sp. χειροτεχνικώτατος.
Étymologie: χειροτέχνης.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χειροτεχνικός, -ή, -όν, ΝΑ χειροτέχνης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χειροτεχνία και στα χειροτεχνήματα (α. «χειροτεχνική επιδεξιότητα» β. «χειροτεχνικό επιμελητήριο»)
νεοελλ.
μτφ. βασισμένος σε παλαιά τεχνολογία ή σε παλαιές, ξεπερασμένες αρχές και μεθόδους, καθυστερημένος
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χειρώνακτες («χειροτεχνικῶν περὶ συμβολαίων καὶ λοιδοριῶν», Πλάτ.)
2. επιδέξιος, ικανός σε κάτι
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ χειροτεχνική
η χειρωνακτική εργασία.
επίρρ...
χειροτεχνικῶς Α
χειρωνακτικά.

Greek Monotonic

χειροτεχνικός: -ή, -όν,
1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε χειροτεχνία, επιδέξιος, χειροτεχνικώτατος, σε Αριστοφ.
2. λέγεται για τεχνίτες, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

χειροτεχνικός:
1) ремесленнический: χειροτεχνικὰ ξυμβόλαια Plat. сделки с (или между) ремесленниками;
2) искусный, способный (παῖδες Arph.).

Middle Liddell

χειροτεχνικός, ή, όν [from χειροτέχνης
1. of or for handicraft, skilful, χειροτεχνικώτατος Ar.
2. of artisans, Plat.