ταμπλάς: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(40)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ταβλάς]], ο, Ν<br /><b>1.</b> [[ξύλινος]] [[δίσκος]] [[πάνω]] στον οποίο τοποθετούν οι πλανόδιοι πωλητές το εμπόρευμά τους («του έπεσε ο [[ταμπλάς]] με τα κουλούρια»)<br /><b>2.</b> ο [[δίσκος]], το [[τάσι]] της ζυγαριάς<br /><b>3.</b> τετράγωνη [[σανίδα]] θύρας, θυροφυλλου ή επίπλου τοποθετημένη [[μέσα]] σε [[πλαίσιο]], αλλ. [[τύμπανο]]<br /><b>4.</b> [[μεγάλος]] [[ξύλινος]] [[δίσκος]] [[πάνω]] στον οποίο τοποθετούνται ποτήρια, πιάτα και άλλα μαγειρικά σκεύη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>tabla</i>].———————— <b>(II)</b><br />ο, Ν<br />ο [[νταμπλάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>damla</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[νταμπλάς]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ταβλάς]], ο, Ν<br /><b>1.</b> [[ξύλινος]] [[δίσκος]] [[πάνω]] στον οποίο τοποθετούν οι πλανόδιοι πωλητές το εμπόρευμά τους («του έπεσε ο [[ταμπλάς]] με τα κουλούρια»)<br /><b>2.</b> ο [[δίσκος]], το [[τάσι]] της ζυγαριάς<br /><b>3.</b> τετράγωνη [[σανίδα]] θύρας, θυροφυλλου ή επίπλου τοποθετημένη [[μέσα]] σε [[πλαίσιο]], αλλ. [[τύμπανο]]<br /><b>4.</b> [[μεγάλος]] [[ξύλινος]] [[δίσκος]] [[πάνω]] στον οποίο τοποθετούνται ποτήρια, πιάτα και άλλα μαγειρικά σκεύη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>tabla</i>].<br /><b>(II)</b><br />ο, Ν<br />ο [[νταμπλάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>damla</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[νταμπλάς]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 10 January 2019

Greek Monolingual

(I)
και ταβλάς, ο, Ν
1. ξύλινος δίσκος πάνω στον οποίο τοποθετούν οι πλανόδιοι πωλητές το εμπόρευμά τους («του έπεσε ο ταμπλάς με τα κουλούρια»)
2. ο δίσκος, το τάσι της ζυγαριάς
3. τετράγωνη σανίδα θύρας, θυροφυλλου ή επίπλου τοποθετημένη μέσα σε πλαίσιο, αλλ. τύμπανο
4. μεγάλος ξύλινος δίσκος πάνω στον οποίο τοποθετούνται ποτήρια, πιάτα και άλλα μαγειρικά σκεύη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tabla].
(II)
ο, Ν
ο νταμπλάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. damla (βλ. και λ. νταμπλάς].