τρόνα: Difference between revisions
From LSJ
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
(42) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br /><b>(ορυκτ.)</b> ένυδρο δισανθρακικό [[ορυκτό]] του νατρίου που ανήκει στην [[ομάδα]] τών εβαποριτών και απαντά [[σποραδικά]] ως αλατούχα [[λιμναία]] [[απόθεση]] ή ως [[προϊόν]] εξάτμισης, [[καθώς]] και με τη [[μορφή]] εξανθήσεων σε άνυδρα εδάφη. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br /><b>(ορυκτ.)</b> ένυδρο δισανθρακικό [[ορυκτό]] του νατρίου που ανήκει στην [[ομάδα]] τών εβαποριτών και απαντά [[σποραδικά]] ως αλατούχα [[λιμναία]] [[απόθεση]] ή ως [[προϊόν]] εξάτμισης, [[καθώς]] και με τη [[μορφή]] εξανθήσεων σε άνυδρα εδάφη.<br /><b>(II)</b><br />τὰ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἀγάλματα ἢ ῥάμματα ἄνθινα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[θρόνα]], <i>τὰ</i> (<b>βλ. λ.</b> [[θρόνον]]) με [[τροπή]] του δασέος <i>θ</i>- στο αντίστοιχο ψιλό]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 10 January 2019
English (LSJ)
ἀγάλματα, ἢ ῥάμματα ἄνθινα, Hsch. (Cf.
A θρόνον 1.) τρόνοι· στύππιοι, στήμων, ἁρπεδόνη, ἄτρακτος, Id.
Greek (Liddell-Scott)
τρόνα: τά, = θρόνα (ἴδε θρόνον Ι), «τρόνα· ἀγάλματα ἢ ῥάμματα ἄνθινα» Ἡσύχ., καί: «τρόνοι· στύππιοι. στήμων· ἁρπεδόνη. ἄτρακτος» ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
(I)
η, Ν
(ορυκτ.) ένυδρο δισανθρακικό ορυκτό του νατρίου που ανήκει στην ομάδα τών εβαποριτών και απαντά σποραδικά ως αλατούχα λιμναία απόθεση ή ως προϊόν εξάτμισης, καθώς και με τη μορφή εξανθήσεων σε άνυδρα εδάφη.
(II)
τὰ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀγάλματα ἢ ῥάμματα ἄνθινα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του θρόνα, τὰ (βλ. λ. θρόνον) με τροπή του δασέος θ- στο αντίστοιχο ψιλό].