ὑποτροπικός: Difference between revisions
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
(44) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[ὑποτροπικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[ὑποτροπή]]<br />(για νόσο) αυτός που υποτροπιάζει, που εμφανίζει [[υποτροπή]] σε ορισμένες περιόδους. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[ὑποτροπικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[ὑποτροπή]]<br />(για νόσο) αυτός που υποτροπιάζει, που εμφανίζει [[υποτροπή]] σε ορισμένες περιόδους.<br /><b>(II)</b><br />-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> (γεωγρ.-μετεωρ.) αυτός που βρίσκεται ή συντελείται στις περιοχές που γειτονεύουν με τις τροπικές περιοχές και τών δύο ημισφαιρίων (α. «υποτροπικές ζώνες» β. «υποτροπικές χώρες»)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις [[παραπάνω]] ζώνες (α. «υποτροπικό [[κλίμα]]» β. «υποτροπική [[βλάστηση]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[υποτροπικός]] [[αεροχείμαρρος]]»<br /><b>(μετεωρ.)</b> [[ρεύμα]] αέρα το οποίο σχηματίζει μια συνεχή [[ζώνη]] [[γύρω]] από [[κάθε]] [[ημισφαίριο]] στην [[περιοχή]] τών γεωγραφικών πλατών 30° [[περίπου]]<br />β) «υποτροπικό υψηλό»<br /><b>(μετεωρ.)</b> καθεμιά από τις πολλές περιοχές της ατμόσφαιρας ημιμόνιμης υψηλής ατμοσφαιρικής πίεσης [[πάνω]] από τους ωκεανούς και τών δύο ημισφαιρίων σε γεωγραφικά [[πλάτη]] 35° [[περίπου]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τροπικός]]. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 10 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A indicating relapse, Hp.Coac.79,581.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτροπικός: -ή, -όν, ὁ ὑποτροπιάζων, ὑποστρέφων, ἐπανερχόμενος, ἐπὶ ὑποτροπιαζούσης νόσου, Ἱπποκρ. Κωακ. Προγν. 128, πρβλ. 216.
Greek Monolingual
(I)
-ή, -ό / ὑποτροπικός, -ή, -όν, ΝΑ ὑποτροπή
(για νόσο) αυτός που υποτροπιάζει, που εμφανίζει υποτροπή σε ορισμένες περιόδους.
(II)
-ή, -ό, Ν
1. (γεωγρ.-μετεωρ.) αυτός που βρίσκεται ή συντελείται στις περιοχές που γειτονεύουν με τις τροπικές περιοχές και τών δύο ημισφαιρίων (α. «υποτροπικές ζώνες» β. «υποτροπικές χώρες»)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις παραπάνω ζώνες (α. «υποτροπικό κλίμα» β. «υποτροπική βλάστηση»)
3. φρ. α) «υποτροπικός αεροχείμαρρος»
(μετεωρ.) ρεύμα αέρα το οποίο σχηματίζει μια συνεχή ζώνη γύρω από κάθε ημισφαίριο στην περιοχή τών γεωγραφικών πλατών 30° περίπου
β) «υποτροπικό υψηλό»
(μετεωρ.) καθεμιά από τις πολλές περιοχές της ατμόσφαιρας ημιμόνιμης υψηλής ατμοσφαιρικής πίεσης πάνω από τους ωκεανούς και τών δύο ημισφαιρίων σε γεωγραφικά πλάτη 35° περίπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + τροπικός. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο.