ἐπίλαμπρος: Difference between revisions
From LSJ
(13) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br />ορθόπτερο [[έντομο]] της οικογένειας τών βλαττιδών. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br />ορθόπτερο [[έντομο]] της οικογένειας τών βλαττιδών.<br /><b>(II)</b><br />[[ἐπίλαμπρος]], -ον (Α)<br />[[λαμπρότατος]], [[ένδοξος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A brilliant, illustrious, Artem.3.61, Sch.Arat.156.
German (Pape)
[Seite 956] glänzend, Artemid. 3, 61.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίλαμπρος: -ον, λαμπρός, ἔνδοξος, καὶ οἷς ἐστιν ὁ βίος ἐπίλαμπρος Ἀρτεμίδ. 3. 61.
Greek Monolingual
(I)
ο
ορθόπτερο έντομο της οικογένειας τών βλαττιδών.
(II)
ἐπίλαμπρος, -ον (Α)
λαμπρότατος, ένδοξος.