εντόσθιος: Difference between revisions
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(12) |
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐντόσθιος]], -ον)<br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) | |mltxt=(AM [[ἐντόσθιος]], -ον)<br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[εντόσθια]]<br /><b>1.</b> τα [[σπλάγχνα]] που βρίσκονται [[μέσα]] στην κοιλιακή [[κοιλότητα]] του ανθρώπου ή τών ζώων, [[σωθικά]]<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> τα [[σπλάγχνα]] αρνιού ή η [[κοιλιά]], το [[συκώτι]] και η [[καρδιά]] τών πουλιών που τρώγονται<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> τα [[παιδιά]], τα [[τέκνα]] ([[κυρίως]] σε [[σχέση]] με τη [[μητέρα]]) («καὶ γὰρ οἱ παῑδες [[σπλάγχνα]] λέγονται ώς [[ἐντόσθια]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μέσα]] σε [[κάτι]] («ἐντόσθιον πῡρ», Μηναία)<br /><b>2.</b> [[εντερικός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:10, 14 January 2019
Greek Monolingual
(AM ἐντόσθιος, -ον)
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εντόσθια
1. τα σπλάγχνα που βρίσκονται μέσα στην κοιλιακή κοιλότητα του ανθρώπου ή τών ζώων, σωθικά
2. (ειδ.) τα σπλάγχνα αρνιού ή η κοιλιά, το συκώτι και η καρδιά τών πουλιών που τρώγονται
3. μτφ. τα παιδιά, τα τέκνα (κυρίως σε σχέση με τη μητέρα) («καὶ γὰρ οἱ παῑδες σπλάγχνα λέγονται ώς ἐντόσθια»)
μσν.-αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται μέσα σε κάτι («ἐντόσθιον πῡρ», Μηναία)
2. εντερικός.