καθηγούμαι: Difference between revisions
Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian
(18) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM καθηγοῡμαι, -έομαι, Α ιων. τ. κατηγοῡμαι)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μόνο το αρσ. και θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) | |mltxt=(AM καθηγοῡμαι, -έομαι, Α ιων. τ. κατηγοῡμαι)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μόνο το αρσ. και θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ο [[καθηγούμενος]], <i>η καθηγουμένη</i><br />[[ηγούμενος]], ηγουμένη μοναστηριού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[οδηγός]], [[πηγαίνω]] [[μπροστά]] (α. «ἄλλας τε κατηγεόμενοί σφι ὁδούς», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «σὺ καθηγοῡ, ἕψομαι δ' ἐγώ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υποδεικνύω]], [[δείχνω]] («ὁ τὸν ποταμὸν [[καθηγούμενος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[αρχηγός]] κάποιου («καθηγήσατο τῆς εἰς Ἰταλίαν στρατείας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αρχίζω]] [[κάτι]] («καθηγήσασθαι τοῦ λόγου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[εισάγω]] [[κάτι]], [[εγκαθιδρύω]] [[κάτι]] («οὐτ' αὐτὸς κατηγήσομαι νόμον τόνδε ἐν ὑμῑν τιθείς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[διδάσκω]] [[κάτι]]<br /><b>7.</b> [[είμαι]] [[δάσκαλος]] κάποιου («Καίσαρος καθηγήσατο», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>(λογ.)</b> [[είμαι]] το ηγούμενο, το κύριο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἡγοῡμαι</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:10, 14 January 2019
Greek Monolingual
(AM καθηγοῡμαι, -έομαι, Α ιων. τ. κατηγοῡμαι)
νεοελλ.
(μόνο το αρσ. και θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ο καθηγούμενος, η καθηγουμένη
ηγούμενος, ηγουμένη μοναστηριού
αρχ.
1. είμαι οδηγός, πηγαίνω μπροστά (α. «ἄλλας τε κατηγεόμενοί σφι ὁδούς», Ηρόδ.
β. «σὺ καθηγοῡ, ἕψομαι δ' ἐγώ», Πλάτ.)
2. υποδεικνύω, δείχνω («ὁ τὸν ποταμὸν καθηγούμενος», Πλάτ.)
3. είμαι αρχηγός κάποιου («καθηγήσατο τῆς εἰς Ἰταλίαν στρατείας», Πλούτ.)
4. αρχίζω κάτι («καθηγήσασθαι τοῦ λόγου», Πλάτ.)
5. εισάγω κάτι, εγκαθιδρύω κάτι («οὐτ' αὐτὸς κατηγήσομαι νόμον τόνδε ἐν ὑμῑν τιθείς», Ηρόδ.)
6. διδάσκω κάτι
7. είμαι δάσκαλος κάποιου («Καίσαρος καθηγήσατο», Στράβ.)
8. (λογ.) είμαι το ηγούμενο, το κύριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἡγοῡμαι].