δικότυλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(1b)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[δικότυλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) [[δικοτυλήδονος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[δικότυλος]]<br />[[γένος]] θηλαστικών της οικογένειας τών συϊδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο σειρές κοτυληδόνων<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[χωρητικότητα]] δύο κοτυλών<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δικότυλον</i><br />[[μέτρο]] χωρητικότητας ίσο με δύο κοτύλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>δις</i>) <span style="color: red;">+</span> [[κοτύλη]] «[[μέτρο]] χωρητικότητας»].
|mltxt=-η, -ο (Α [[δικότυλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) [[δικοτυλήδονος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[δικότυλος]]<br />[[γένος]] θηλαστικών της οικογένειας τών συϊδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο σειρές κοτυληδόνων<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[χωρητικότητα]] δύο κοτυλών<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δικότυλον</i><br />[[μέτρο]] χωρητικότητας ίσο με δύο κοτύλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>δις</i>) <span style="color: red;">+</span> [[κοτύλη]] «[[μέτρο]] χωρητικότητας»].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δικότῠλος:''' имеющий двойной ряд присосок (τὰ πολύποδα Arst.).
|elrutext='''δικότῠλος:''' имеющий двойной ряд присосок (τὰ πολύποδα Arst.).
}}
}}

Revision as of 11:10, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκότῠλος Medium diacritics: δικότυλος Low diacritics: δικότυλος Capitals: ΔΙΚΟΤΥΛΟΣ
Transliteration A: dikótylos Transliteration B: dikotylos Transliteration C: dikotylos Beta Code: diko/tulos

English (LSJ)

ον,

   A with two rows of tentacula, like the poulp, Arist.HA525a19, PA685b12.    II holding two κοτύλαι, Hp.Int.12, Sotad.Com. 1.33, Polyaen.8.16.2.    2 Subst. δικότυλον, τό, measure of two κοτύλαι, POxy.937.27 (iii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

δῐκότῠλος: -ον, ὁ ἔχων δύο σειρὰς μυζητικῶν κοτυλῶν ὡς ὁ πολύπους, καὶ τῷ μονοκότυλον εἶναι μόνην (τὴν ἐλεδώνην) τῶν μαλακίων· τὰ γάρ ἄλλα πάντα δικότυλά ἐστι Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 1. 8, Ζ. Μ, 4. 9, 14. ΙΙ. ὁ περιλαμβάνων δύο κοτύλας, λήκυθος Σωτάδ. ἐν Ἐγκλειομ. 1. 33.

Spanish (DGE)

(δῐκότῠλος) -ον
1 de doble fila de ventosas de pulpos, Arist.HA 525a19, PA 685b12.
2 metrol. de dos cótilas de capacidad κύλιξ Hp.Int.12, λήκυθος Sotad.Com.1.33, cf. Polyaen.8.16.2, SB 9949.28 (Cirene II/I a.C.), (ἀλάβαστρος) PCair.Zen.89.5 (III a.C.), ποτήρια ῥοδιακά ID 1441A.2.69, 1450A.164 (ambas II a.C.)
subst. τὸ δ. vaso de dos cótilas de capacidad, Posidon.76
dos cótilas como medida δ. ἐλαίου χρηστοῦ POxy.937.27 (III d.C.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δικότυλος, -ον)
νεοελλ.
1. (για φυτά) δικοτυλήδονος
2. το αρσ. ως ουσ. ο δικότυλος
γένος θηλαστικών της οικογένειας τών συϊδών
αρχ.
1. αυτός που έχει δύο σειρές κοτυληδόνων
2. αυτός που έχει χωρητικότητα δύο κοτυλών
3. το ουδ. ως ουσ. το δικότυλον
μέτρο χωρητικότητας ίσο με δύο κοτύλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + κοτύλη «μέτρο χωρητικότητας»].

Russian (Dvoretsky)

δικότῠλος: имеющий двойной ряд присосок (τὰ πολύποδα Arst.).