εγγύτατος: Difference between revisions

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
(10)
 
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐγγύτατος]], -η, -ον)<br />(υπερθ. του [[εγγύς]]) (για [[τόπο]]) πλησιέστατος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[εγγυτάτη]]<br />«στη [[μπουρίνα]]» ή «στα όρτσα», [[ιστιοδρομία]] με την οξύτερη δυνατή [[γωνία]] πρόσπτωσης του ανέμου στα [[ιστία]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐγγύτατος]], -η, -ον)<br />(υπερθ. του [[εγγύς]]) (για [[τόπο]]) πλησιέστατος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[εγγυτάτη]]<br />«στη [[μπουρίνα]]» ή «στα όρτσα», [[ιστιοδρομία]] με την οξύτερη δυνατή [[γωνία]] πρόσπτωσης του ανέμου στα [[ιστία]].
}}
}}

Latest revision as of 11:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐγγύτατος, -η, -ον)
(υπερθ. του εγγύς) (για τόπο) πλησιέστατος
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η εγγυτάτη
«στη μπουρίνα» ή «στα όρτσα», ιστιοδρομία με την οξύτερη δυνατή γωνία πρόσπτωσης του ανέμου στα ιστία.