πρίμος: Difference between revisions
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
(34) |
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / πρῑμος, -α, -ον, ΝΜΑ, και [[πρύμος]], -α, -ο, Ν, πρεῑμος, -η, -ον, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για άνεμο) [[ευνοϊκός]], [[ούριος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-α, -ο / πρῑμος, -α, -ον, ΝΜΑ, και [[πρύμος]], -α, -ο, Ν, πρεῑμος, -η, -ον, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για άνεμο) [[ευνοϊκός]], [[ούριος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[πρίμα]]<br />α) η πρίμαντόνα<br />β) <b>συνεκδ.</b> [[καμπάνα]] με υψηλό τόνο<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[πρίμο]]<br />η πρώτη, δηλ. η υψηλότερη [[φωνή]], σε [[διωδία]] ή [[χορωδία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[πρώτος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πρίμα]] και [[πρύμα]] Ν<br /><b>1.</b> με ευνοϊκό, ούριο άνεμο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πάω [[πρίμα]]» <br />α) [[ταξιδεύω]] με ούριο άνεμο<br />β) <b>μτφ.</b> [[προκόβω]], ευοδώνομαι («οι δουλειές πάνε [[πρίμα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[πρίμος]] <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>primus</i> «[[πρώτος]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το επίθ. με τη σημ. «[[ευνοϊκός]], [[ούριος]]» (για άνεμο) προέρχεται από τη λ. [[πρυμνός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πρύμ</i>[[ν]]<i>η</i>) και [[επομένως]] η ορθή γρφ. [[είναι]] [[πρύμος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 14 January 2019
Greek Monolingual
-α, -ο / πρῑμος, -α, -ον, ΝΜΑ, και πρύμος, -α, -ο, Ν, πρεῑμος, -η, -ον, Α
νεοελλ.
1. (για άνεμο) ευνοϊκός, ούριος
2. το θηλ. ως ουσ. η πρίμα
α) η πρίμαντόνα
β) συνεκδ. καμπάνα με υψηλό τόνο
3. το ουδ. ως ουσ. το πρίμο
η πρώτη, δηλ. η υψηλότερη φωνή, σε διωδία ή χορωδία
μσν.-αρχ.
ο πρώτος.
επίρρ...
πρίμα και πρύμα Ν
1. με ευνοϊκό, ούριο άνεμο
2. φρ. «πάω πρίμα»
α) ταξιδεύω με ούριο άνεμο
β) μτφ. προκόβω, ευοδώνομαι («οι δουλειές πάνε πρίμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρίμος < λατ. primus «πρώτος». Κατ' άλλη άποψη, το επίθ. με τη σημ. «ευνοϊκός, ούριος» (για άνεμο) προέρχεται από τη λ. πρυμνός (< πρύμνη) και επομένως η ορθή γρφ. είναι πρύμος].