τσίπουρο: Difference between revisions

From LSJ

οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be

Source
(42)
 
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τα [[τσίπουρα]]<br />υπολείμματα από το [[πάτημα]] τών σταφυλιών, τα στέμφυλα<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> οινοπνευματώδες [[απόσταγμα]] από στέμφυλα που έχουν υποστεί [[ζύμωση]], αλλ. [[τσικουδιά]] ή [[ρακή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> τουρκοταταρ. <i>sapre</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. συγγενεύει με τον τ. [[σίκερα]] «οινοπνευματώδες [[ποτό]] τών αρχ. Εβραίων» με [[τροπή]] του -<i>σ</i>- σε -<i>τσ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[τσυρίζω]]: [[συρίζω]]) και δυσερμήνευτη [[τροπή]] του -<i>ε</i>-σε -<i>ου</i>-].
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> τα [[τσίπουρα]]<br />υπολείμματα από το [[πάτημα]] τών σταφυλιών, τα στέμφυλα<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> οινοπνευματώδες [[απόσταγμα]] από στέμφυλα που έχουν υποστεί [[ζύμωση]], αλλ. [[τσικουδιά]] ή [[ρακή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> τουρκοταταρ. <i>sapre</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. συγγενεύει με τον τ. [[σίκερα]] «οινοπνευματώδες [[ποτό]] τών αρχ. Εβραίων» με [[τροπή]] του -<i>σ</i>- σε -<i>τσ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[τσυρίζω]]: [[συρίζω]]) και δυσερμήνευτη [[τροπή]] του -<i>ε</i>-σε -<i>ου</i>-].
}}
}}

Latest revision as of 11:30, 14 January 2019

Greek Monolingual

το, Ν
1. συν. στον πληθ. τα τσίπουρα
υπολείμματα από το πάτημα τών σταφυλιών, τα στέμφυλα
2. συνεκδ. οινοπνευματώδες απόσταγμα από στέμφυλα που έχουν υποστεί ζύμωση, αλλ. τσικουδιά ή ρακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τουρκοταταρ. sapre. Κατ' άλλη άποψη, η λ. συγγενεύει με τον τ. σίκερα «οινοπνευματώδες ποτό τών αρχ. Εβραίων» με τροπή του -σ- σε -τσ- (πρβλ. τσυρίζω: συρίζω) και δυσερμήνευτη τροπή του -ε-σε -ου-].