οκτάπους: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ουν (ΑΜ [[ὀκτάπους]] και [[ὀκτώπους]], -ουν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[οκτώ]] πόδια<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[οκτάπους]] και [[οκτώπους]]<br /><b>ζωολ.</b> το [[χταπόδι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) | |mltxt=-ουν (ΑΜ [[ὀκτάπους]] και [[ὀκτώπους]], -ουν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[οκτώ]] πόδια<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[οκτάπους]] και [[οκτώπους]]<br /><b>ζωολ.</b> το [[χταπόδι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[οκτάποδα]] <b>ζωολ.</b> τα [[οκτώποδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μήκος]] ίσο με [[οκτώ]] πόδια<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[έκταση]] ίση με [[οκτώ]] τετραγωνικά πόδια<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[σκορπιός]]<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ὀκτάποδες</i><br />(στους [[Σκύθες]]) κοινωνική [[τάξη]] της οποίας τα [[μέλη]] κατείχαν δύο βόδια και μία [[άμαξα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), <b>πρβλ.</b> <i>εννεά</i>-[[πους]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:35, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ουν (ΑΜ ὀκτάπους και ὀκτώπους, -ουν)
1. αυτός που έχει οκτώ πόδια
2. το αρσ. ως ουσ. ο οκτάπους και οκτώπους
ζωολ. το χταπόδι
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οκτάποδα ζωολ. τα οκτώποδα
αρχ.
1. αυτός που έχει μήκος ίσο με οκτώ πόδια
2. αυτός που έχει έκταση ίση με οκτώ τετραγωνικά πόδια
3. το αρσ. ως ουσ. ο σκορπιός
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὀκτάποδες
(στους Σκύθες) κοινωνική τάξη της οποίας τα μέλη κατείχαν δύο βόδια και μία άμαξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -πους (< πούς), πρβλ. εννεά-πους].