έμπεδος: Difference between revisions
From LSJ
(11) |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔμπεδος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[στερεά]] στηριγμένος στο [[έδαφος]] («ἔμπεδον τεῑχος»)<br /><b>2.</b> [[σταθερός]], [[αμετακίνητος]] στη [[σκέψη]]<br /><b>3.</b> (για [[κατάσταση]], [[ιδιότητα]]) [[σταθερός]], [[αμετάβλητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἔμπεδος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[στερεά]] στηριγμένος στο [[έδαφος]] («ἔμπεδον τεῑχος»)<br /><b>2.</b> [[σταθερός]], [[αμετακίνητος]] στη [[σκέψη]]<br /><b>3.</b> (για [[κατάσταση]], [[ιδιότητα]]) [[σταθερός]], [[αμετάβλητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[έμπεδο]]<br />στρατιωτική [[μονάδα]] σε καιρό επιστρατεύσεως που αντικαθιστά στην [[έδρα]] της [[τακτική]] [[μονάδα]] η οποία μετακινείται στον χώρο τών επιχειρήσεων<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἔμπεδον</i> και [[ἔμπεδα]]<br /><b>1.</b> [[σταθερά]] («μένειν ἔμπεδον»)<br /><b>2.</b> [[συνεχώς]], [[χωρίς]] [[διακοπή]] («θέειν ἔμπεδον)<br /><b>3.</b> ασφαλώς, πολύ καλά («[[ἴσθι]] τόδ' ἔμπεδον»). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 14 January 2019
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔμπεδος, -ον)
1. στερεά στηριγμένος στο έδαφος («ἔμπεδον τεῑχος»)
2. σταθερός, αμετακίνητος στη σκέψη
3. (για κατάσταση, ιδιότητα) σταθερός, αμετάβλητος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το έμπεδο
στρατιωτική μονάδα σε καιρό επιστρατεύσεως που αντικαθιστά στην έδρα της τακτική μονάδα η οποία μετακινείται στον χώρο τών επιχειρήσεων
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) ἔμπεδον και ἔμπεδα
1. σταθερά («μένειν ἔμπεδον»)
2. συνεχώς, χωρίς διακοπή («θέειν ἔμπεδον)
3. ασφαλώς, πολύ καλά («ἴσθι τόδ' ἔμπεδον»).