έγγραφος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
(10)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔγγραφος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[γραμμένος]], [[γραπτός]] («έγγραφη [[βεβαίωση]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[έγγραφο]](<i>ν</i>)<br />γραπτή [[διατύπωση]] πράξης ή συμφωνίας που αναφέρει, βεβαιώνει ή αποδεικνύει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[δημόσιο]] [[έγγραφο]]» — αυτό που εκδίδεται από την αρμόδια κρατική [[αρχή]] και απευθύνεται σε [[άλλη]] [[αρχή]] ή πολίτες<br />β) «ιδιωτικό [[έγγραφο]]» — αυτό που εκδίδει [[ιδιώτης]] και δεν ανταποκρίνεται στους καθορισμένους νόμιμους τύπους που διασφαλίζουν το [[κύρος]] του<br />γ) «πρωτότυπο [[έγγραφο]]» — το πρώτο που εκδίδει και υπογράφει ο [[εκδότης]]<br />δ) «διπλωματικά έγγραφα» — αυτά που αναφέρονται στις διεθνείς σχέσεις του κράτους<br /><b>μσν.</b><br /><i>ἔγγραφον</i><br />[[κατάλογος]], [[κατάστιχο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[γραμμένος]] στον κατάλογο<br /><b>2.</b> ο διατυπωμένος σε [[επίσημο]] γραπτό πρακτικό.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔγγραφος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[γραμμένος]], [[γραπτός]] («έγγραφη [[βεβαίωση]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[έγγραφο]](<i>ν</i>)<br />γραπτή [[διατύπωση]] πράξης ή συμφωνίας που αναφέρει, βεβαιώνει ή αποδεικνύει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[δημόσιο]] [[έγγραφο]]» — αυτό που εκδίδεται από την αρμόδια κρατική [[αρχή]] και απευθύνεται σε [[άλλη]] [[αρχή]] ή πολίτες<br />β) «ιδιωτικό [[έγγραφο]]» — αυτό που εκδίδει [[ιδιώτης]] και δεν ανταποκρίνεται στους καθορισμένους νόμιμους τύπους που διασφαλίζουν το [[κύρος]] του<br />γ) «πρωτότυπο [[έγγραφο]]» — το πρώτο που εκδίδει και υπογράφει ο [[εκδότης]]<br />δ) «διπλωματικά έγγραφα» — αυτά που αναφέρονται στις διεθνείς σχέσεις του κράτους<br /><b>μσν.</b><br /><i>ἔγγραφον</i><br />[[κατάλογος]], [[κατάστιχο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[γραμμένος]] στον κατάλογο<br /><b>2.</b> ο διατυπωμένος σε [[επίσημο]] γραπτό πρακτικό.
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔγγραφος, -ον)
1. γραμμένος, γραπτός («έγγραφη βεβαίωση»)
2. το ουδ. ως ουσ. το έγγραφο(ν)
γραπτή διατύπωση πράξης ή συμφωνίας που αναφέρει, βεβαιώνει ή αποδεικνύει κάτι
νεοελλ.
φρ. α) «δημόσιο έγγραφο» — αυτό που εκδίδεται από την αρμόδια κρατική αρχή και απευθύνεται σε άλλη αρχή ή πολίτες
β) «ιδιωτικό έγγραφο» — αυτό που εκδίδει ιδιώτης και δεν ανταποκρίνεται στους καθορισμένους νόμιμους τύπους που διασφαλίζουν το κύρος του
γ) «πρωτότυπο έγγραφο» — το πρώτο που εκδίδει και υπογράφει ο εκδότης
δ) «διπλωματικά έγγραφα» — αυτά που αναφέρονται στις διεθνείς σχέσεις του κράτους
μσν.
ἔγγραφον
κατάλογος, κατάστιχο
αρχ.
1. ο γραμμένος στον κατάλογο
2. ο διατυπωμένος σε επίσημο γραπτό πρακτικό.