έγγραφος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔγγραφος, -ον)
1. γραμμένος, γραπτός («έγγραφη βεβαίωση»)
2. το ουδ. ως ουσ. το έγγραφο(ν)
γραπτή διατύπωση πράξης ή συμφωνίας που αναφέρει, βεβαιώνει ή αποδεικνύει κάτι
νεοελλ.
φρ. α) «δημόσιο έγγραφο» — αυτό που εκδίδεται από την αρμόδια κρατική αρχή και απευθύνεται σε άλλη αρχή ή πολίτες
β) «ιδιωτικό έγγραφο» — αυτό που εκδίδει ιδιώτης και δεν ανταποκρίνεται στους καθορισμένους νόμιμους τύπους που διασφαλίζουν το κύρος του
γ) «πρωτότυπο έγγραφο» — το πρώτο που εκδίδει και υπογράφει ο εκδότης
δ) «διπλωματικά έγγραφα» — αυτά που αναφέρονται στις διεθνείς σχέσεις του κράτους
μσν.
ἔγγραφον
κατάλογος, κατάστιχο
αρχ.
1. ο γραμμένος στον κατάλογο
2. ο διατυπωμένος σε επίσημο γραπτό πρακτικό.