λιμνήσιος: Difference between revisions

From LSJ
(23)
 
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[λιμνήσιος]], -ία, -ον)<br />[[λίμνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[λίμνη]] ή προέρχεται από [[λίμνη]] («λιμνήσια ψάρια»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ [[Λιμνήσιος]]<br />[[ονομασία]] βατράχου στη <i>Βατραχομυομαχία</i><br /><b>2.</b> (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) <i>ἡ [[λιμνησία]] και <i>τὸ [[λιμνήσιον]]<br />το [[λεπτό]] [[αλάτι]] που [[είναι]] κολλημένο σε καλάμια ή σε ξύλα τα οποία βρίσκονται [[μέσα]] στη [[θάλασσα]], η αδάρκη<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[φυτό]] κενταύριο.
|mltxt=-α, -ο (Α [[λιμνήσιος]], -ία, -ον)<br />[[λίμνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[λίμνη]] ή προέρχεται από [[λίμνη]] («λιμνήσια ψάρια»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ [[Λιμνήσιος]]<br />[[ονομασία]] βατράχου στη <i>Βατραχομυομαχία</i><br /><b>2.</b> (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) <i>ἡ [[λιμνησία]] και τὸ [[λιμνήσιον]]<br />το [[λεπτό]] [[αλάτι]] που [[είναι]] κολλημένο σε καλάμια ή σε ξύλα τα οποία βρίσκονται [[μέσα]] στη [[θάλασσα]], η αδάρκη<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[φυτό]] κενταύριο.
}}
}}

Revision as of 12:45, 14 January 2019

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λιμνήσιος, -ία, -ον)
λίμνη
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λίμνη ή προέρχεται από λίμνη («λιμνήσια ψάρια»)
αρχ.
1. (το αρσ. ως κύριο όν.) Λιμνήσιος
ονομασία βατράχου στη Βατραχομυομαχία
2. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) λιμνησία και τὸ λιμνήσιον
το λεπτό αλάτι που είναι κολλημένο σε καλάμια ή σε ξύλα τα οποία βρίσκονται μέσα στη θάλασσα, η αδάρκη
3. το ουδ. ως ουσ. το φυτό κενταύριο.